απόχυση

απόχυση
Μέθοδος που γίνεται σε υγρό κατασταλαγμένο, δηλαδή που έχει αυθόρμητα διαχωριστεί από ένα στερεό με την επίδραση της βαρύτητας. Αν σε ένα υγρό βρίσκονται στερεά σωματίδια σε αισθητές ποσότητες σαν αιώρημα σε ηρεμία, πρώτα διαχωρίζονται τα βαρύτερα σωματίδια και πολύ αργότερα κατακάθονται τα ελαφρότερα. To φαινόμενο της καθίζησης τελειώνει όταν στην ανώτερη ζώνη εμφανίζεται ένα διάλυμα διαυγές και ταυτόχρονα μια ενδιάμεση ζώνη, στην οποία αιωρούνται ακόμα τα λεπτότερα και ελαφρύτερα στερεά σωματίδια που δεν πρόκειται να κατακαθίσουν, και τέλος όλο το ίζημα των στερεών ουσιών που κατακάθισαν στον πυθμένα. Τότε το υπερκείμενο διαυγές υγρό μπορεί να μεταγγιστεί ή vα αποχυθεί. Καταφεύγουμε στην τεχνική της α. όταν o διαχωρισμός στερεών από υγρά με διήθηση είναι αδύνατος ή πολύ αργός, όπως π.χ. στην περίπτωση οξειδίων μετάλλων που έχουν κατακαθίσει σε αλκαλικά διαλύματα. Οι συσκευές α. είναι απλά δοχεία μέτρησης με κατάλληλο σχήμα. Μπορεί να είναι συνεχούς και ασυνεχούς λειτουργίας. Στα τελευταία το διαυγές υγρό αναρροφάται από ένα σχετικό ύψος αρκετά επάνω από τον πυθμένα, όπου έχουν κατακαθίσει οι στερεές ουσίες, οι οποίες μπορεί να παραληφθούν από το κάτω μέρος του δοχείου. Στην α. συνεχούς λειτουργίας τα δοχεία έχουν μεγάλη διάμετρο σε σχέση με το ύψος τους και είναι εφοδιασμένα με αναδευτήρα (κεντρικός άξονας με μακρά πτερύγια), ο οποίος περιστρέφεται αργά. Σε αυτά το απλό διάλυμα περνά στο επάνω ή στο μεσαίο μέρος και τα γλοιώδη ιζήματα αποχετεύονται συνεχώς από τον πυθμένα, ενώ το διαυγές διάλυμα το παραλαμβάνει ένας αγωγός τοποθετημένος στο επάνω μέρος του τοιχώματος της συσκευής. H καθίζηση μπορεί να επιταχυνθεί με την προσθήκη κατάλληλων κροκιδοτικών ουσιών, από τις οποίες συχνότερα χρησιμοποιούνται ο θειικός σίδηρος και το θειικό αργίλιο. H α. μπορεί να γίνει ακόμα και όταν το υγρό βρίσκεται σε κίνηση με επιβράδυνση της ροής· στη φύση συναντάμε αυτό το είδος α. όταν το θολό νερό ενός ποταμού χύνεται σε μια λίμνη: ο ποταμός, όταν ελαττωθεί η ταχύτητα ροής του, αποθέτει στον πυθμένα όλες τις στερεές ουσίες που αιωρούνται και έτσι τα νερά του γίνονται διαυγή. Για να έχουμε μια α. σε μικρότερο χρονικό διάστημα μπορούμε να αντικαταστήσουμε τη δύναμη της βαρύτητας με τη φυγόκεντρο δύναμη. Οι συσκευές που χρησιμοποιούνται γι’ αυτή τη διαδικασία είναι η φυγόκεντρος και η υπερφυγόκεντρος, που κατορθώνουν να διαχωρίσουν ακόμα και τα σωματίδια ενός κολλοειδούς διαλύματος. Η τεχνική της α. λέγεται και μετάγγιση.
* * *
η (Α ἀπόχυσις)
νεοελλ.
μέθοδος διαχωρισμού δύο υλικών διαφορετικού ειδικού βάρους που δεν αναμιγνύονται και από τα οποία το ένα τουλάχιστον είναι υγρό
μσν.
η λάμψη της νέας σελήνης
αρχ.
1. έκχυση υγρού
2. εμφάνιση των πρώτων σταχιών
3. ο κάλυκας του σταχιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… …   Dictionary of Greek

  • πίσσα — Προϊόν συμπύκνωσης, που προέρχεται από την ξηρά απόσταξη οργανικών υλών. Είναι υγρό ή παχύρευστο προϊόν, μαύρου ή σκούρου συνήθως χρώματος και αδιάλυτο στο νερό. λιθανθρακόπισσα. Είναι ένα παραπροϊόν της παρασκευής του φωταερίου, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αιώρημα ή εναιώρημα — Ετερογενές σύστημα μεταξύ ουσιών υγρών, στερεών ή αερίων όπου ενυπάρχουν πάντοτε δύο φάσεις, που αποτελούνται αντίστοιχα από ένα υλικό που διασπείρεται (υγρή ή αέρια μάζα) και τη διασπειρόμενη ουσία (υγρή ή στερεή μάζα, βλ. λ. διασπορά,… …   Dictionary of Greek

  • λινόλεουμ — Βιομηχανικό προϊόν που χρησιμοποιείται ευρύτατα για πατώματα και επενδύσεις. Το επινόησε και το παρασκεύασε για πρώτη φορά ο Άγγλος Φρέντερικ Γουόλτον το 1863. Το λ. αποτελείται κυρίως από λινέλαιο αναμεμειγμένο με ρητίνες και ειδικότερα με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”